συνενδείκνυμι

συνενδείκνυμι
Α [ένδείκνυμι]
1. δείχνω μαζί ή ταυτοχρόνως
2. μέσ. συνενδείκνυμαι
φανερώνομαι μαζί («οὐδὲ Χριστῷ συνενδείκνυσθαι πέφυκεν ὁ διάβολος», Αθανάσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”